- ὑπεύδιον
- ὑπεύδιονneut nom/voc/acc sgὑπεύδιοςunder the calm skymasc/fem acc sgὑπεύδιοςunder the calm skyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπευδίοις — ὑπεύδιον neut dat pl ὑπεύδιος under the calm sky masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεύδια — ὑπεύδιον neut nom/voc/acc pl ὑπεύδιος under the calm sky neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεύδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ήσυχο ουρανό, στον ήρεμο αέρα («ὑπεύδιοι [αἱ γέρανοι] φορέονται», Άρατ.) 2. κάπως ήρεμος, αρκετά ήρεμος (α. «ὑπεύδιος καὶ λεία θάλασσα», Αιλ.) 3. φρ. «τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάσσης» αρκετά γαλήνια θάλασσα… … Dictionary of Greek